- φελλίνας
- φελλίνας· κοῦφος, ἀπὸ τοῦ φελλοῦ, Hsch.:—pl. φελλῖναι (fort. φελλίναι) as name of a kind of water-fowl, Dionys.Av.3.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φελλίνας — ὁ, Α 1. ελαφρύς σαν τον φελλό 2. είδος παρυδάτιου πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + κατάλ. ινης / ινᾶς, άλλη μορφή τής κατάλ. ινος, κατά τα αρσ. σε ης (πρβλ. κερατ ίνας / κερατίνης)] … Dictionary of Greek
φελλίνας — φελλίνᾱς , φέλλινος made of cork fem acc pl φελλίνᾱς , φέλλινος made of cork fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)